- προελληνικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Προέλληνες (α. «προελληνικοί λαοί» β. «προελληνικά ευρήματα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προελληνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εποχή πριν από την εγκατάσταση ελληνικών φύλων στην Ελλάδα: Προελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
υάκινθος — I Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι. Υάκινθος ο ανατολικός. II Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων … Dictionary of Greek
Βισαλτία — Αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, που συνόρευε με την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα. Αποτελούσε βασίλειο με τη γειτονική Κρηστωνία. Όταν ο Ξέρξης μπήκε στην Ελλάδα, ο βασιλιάς της Β. δεν δέχτηκε να τον ακολουθήσει και κατέφυγε στη Ροδόπη. Επειδή… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
Ύαντες — Αρχαιότατος προελληνικός λαός. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα είχε σχέση με τον Κάδμο και τους Βοιωτούς. Ένα τμήμα τους εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Φωκίδα, όπου ίδρυσε την πόλη Υάμπολιν και ένα άλλο στην Αιτωλία … Dictionary of Greek